- κοκκινιά
- ηκοκκινόχωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοκκινιά — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ., 229 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Κοζάνης, σε απόσταση 22 χλμ. από την πόλη των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Nikea (Attika) — Stadtgemeinde Nikea (1934–2010) Δήμος Νίκαιας (Νίκαια) … Deutsch Wikipedia
Kokkinia — or Kokinia (Greek, Modern: Κοκκινιά Ancient/Katharevousa: ον on ), older form: s may refer to several places in Greece:*Kokkinia a settlement in the Euboea prefecture *Kokkinia a village in the Drama Prefecture *Kokkinia a village in the Grevena… … Wikipedia
Grevena — Gemeinde Grevena Δήμος Γρεβενών (Γρεβενά) … Deutsch Wikipedia
γαλλικός — I Ποταμός (75 χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας, ο Εχέδωρος των αρχαίων. Πηγάζει από το όρος Κρούσια, την περιοχή του οποίου αποχετεύει και διαρρέει το ανατολικό τμήμα του νομού Κιλκίς και μέρος του νομού Θεσσαλονίκης. Η λεκάνη απορροής του (996 τ.… … Dictionary of Greek
κοκκινόχωμα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 75 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 28 χλμ. Δ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρυμενών. 2. Μεγάλος… … Dictionary of Greek
Αμπατζή, Ρίτα — (Κωνσταντινούπολη 1913 – Αθήνα 1969). Τραγουδίστρια του ρεμπέτικου και δημοτικού τραγουδιού. Μεγάλωσε στη Σμύρνη και η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 την έφερε στην Κοκκινιά. Ξεκίνησε την καριέρα της στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και μαζί με… … Dictionary of Greek
αντβεντιστές — Ονομασία σχιματικών διαμαρτυρόμενων χριστιανών. Ονομάστηκαν έτσι από τη λατινική λέξη adventus, που σημαίνει τη χριστιανική Δευτέρα Παρουσία του Ιησού. Διακρίνονται σε α. και α. της Έβδομης Ημέρας, που τιμούν το Σάββατο αντί την Κυριακή. Οι α.… … Dictionary of Greek
Βαρδούσια όρη — Ορεινό συγκρότημα της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, συνέχεια της οροσειράς της νότιας Πίνδου. Εκτείνονται με ΝΑ κατεύθυνση Δ της Γκιόνας (από την οποία τα χωρίζει η κοιλάδα του Μόρνου), στη Φθιώτιδα και κυρίως στη Φωκίδα, όπου βρίσκεται και η… … Dictionary of Greek
κοκκινόχωμα — το, ατος χώμα που έχει κόκκινο χρώμα, κοκκινιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)